Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

The Trouble With Mr Bean

Με λένε Ιορδάνη






Είδα μια όμορφη ταινία
και κατάλαβα 
ότι οι δακρυικοί μου πόροι
ακόμα λειτουργούν.
Κι ένιωσα 
των ματιών μου το νερό
σαν τη δροσιά
του Ιορδάνη.
Λες να 'ναι ασέβεια 
αυτό που λέω;
Πιστεύω πάντως 
πως το ίδιο άγιο Πνεύμα
που τότε άγγιξε τα ύδατα,
αυτό το Ίδιο
αγγίζει κάθε τι όμορφο που γίνεται
σ' αυτό τον κόσμο.
Μια τέλεια μελωδία
ή ζωγραφιά,
ένα ζεστό φαΐ που γίνεται μ' αγάπη
ένα φιλί που δίνεις στο παιδί σου 
πριν ξαπλώσει.
Είναι πολύ φτωχό για το Θεό
να Τον φαντάζομαι 
δραστήριο και ενεργό
μόνο την ώρα της Λατρείας
μία ή δυο ώρες τη βδομάδα δηλαδή.
Κι όλη την άλλη μέρα;
Αμέτοχος; Απόμακρος;
Κοιμάται; 
Τι κάνει;
Όταν για ώρες κάθομαι στο facebook
ο Ιησούς απουσιάζει;
Όταν διαβάζω, 
σκέφτομαι,
ή πλένω το κορμί μου,
το άγιο Πνεύμα μ' αποστρέφεται 
άραγε;
Είναι κι αυτό μήπως 
¨πνευματικό¨
σαν κάτι ανέραστες ψυχές 
που γνώρισα 
στο διάβα τής ζωής μου
που είχανε κλείσει το Θεό 
σε τέσσερις τοίχους,
και σε κανόνες απαράβατους
και σε κουτάκια αεροστεγώς κλεισμένα 
με φορμόλη;..
Πόσο χαίρομαι 
που η Βάπιστή σου Κύριε
έγινε σε ποτάμι!
Άπλα, άνοιγμα, 
ορίζοντας και φως, 
γη και αέρας.
Άνθρωποι δίπλα περπατούν,
χορτάρια συγκρατούν τις όχθες.
Ουρανός, 
άγγελοι,
ροή νερού ακατάπαυστη.
Για να θυμίζουν όλα αυτά 
Εσένα,
και τον Πατέρα 
και το Πνεύμα.
Πως δεν μπορείς ν' αντέξεις
την κλεισούρα
του καθωσπρεπισμού.
Ότι προτιμάς 
το χύμα της ζωής μου
απ' το ψέμμα του ηθικισμού.
Ότι σ' αρέσει η κίνηση και η ροή
κι όχι μια στασιμότητα ενοχική,
που καθηλώνει
βασανιστικά και άρρωστα 
το σώμα μου 
και την ψυχή.
Χριστέ μου,
κάνε με σαν ποτάμι.
Κάνε με Ιορδάνη.
Κάνε με ζωντανό, 
ευέλικτο 
και ανοιχτό.
Κάνε με νερό.
Κουράστηκα πια 
να τα ξέρω όλα.
Βαρέθηκα 
τις σιγουριές μου.
Κύριε, Θεέ των Πατέρων,
δος μου 
των υδάτων τη χάρη
για να νιώσω 
του Απρόβλεπτου Ιησού μου 
το χάδι.

Η Πόντια γιαγιά χωρίς όνομα

Μπορεί να είναι εικόνα 3 άτομα 
Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. Το πιο γλυκό όνειρο
Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. Καθόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στην Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya) στην Τουρκία. Εκείνη τη μέρα δεν είχα βάρδια. Παρόλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.
Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα… όλα αυτά με αγανάκτησαν. Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.
Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα «παρχάρια» (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του «γαβαλιού» (φλογέρα) και της «λύρας», που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών.
Με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.
Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.
Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα:
«Έλα γρήγορα. Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.
Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες. Κατευθύνθηκα στην Reception. Πριν να κοντέψω καλά – καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το πούλμαν που βρισκότανε έξω. Τρέχοντας προς το πούλμαν που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος.
Εγροικά κανείς Ρωμαίικα;
Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. Το μισό το πούλμαν ήταν γεμάτο. Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. Μάλλον περιμένανε να έρθουν και οι υπόλοιποι. Εγώ προτίμησα να μπω στο πούλμαν.
Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω. Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, λέγοντας «εγροικά κανείς Ρωμαίικα;». Τους ρώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.
Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο πούλμαν, στράφηκαν προς τα μένα. Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ρωτούσα.
Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες και ήθελε να με ρωτήσει κάτι.
Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα, λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.
Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά, λέγοντας: «απ’ όθεν είσαι;». Δηλαδή με ρώτησε από πού είμαι.
Της είπα: «Είμαι α’σην Τραπεζούντα» (Από τη Τραπεζούντα είμαι).
Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.
Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.
Μου είπε: «Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες» (να θυσιαστώ στα πόδια σου).
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιούνταν από μας, αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. Ποτέ ένας ηλικιωμένος ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. Είχα πάθει σοκ. Δεν ήξερα τι να πω.
Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.
Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε;» (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;).
Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε.
Η γιαγιά χωρίς όνομα
Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Δεν μπορούσε να με χορτάσει. Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι.
Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους επιβάτες ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. Έπρεπε να βγω από το πούλμαν.
Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του πούλμαν εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε. Κοιτάζοντας προς το πούλμαν με έπιασε μελαγχολία.
Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου, έφευγε. Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ρώτησε το δικό μου.
Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως η «γιαγιά χωρίς όνομα»
Η γιαγιά Σουμέλα
Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδας και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα. Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο…
Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια, έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία. Έτσι, πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους, μετά τον θάνατο των παιδιών τους.
Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά – καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν
Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά. Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της. Ποιος ξέρει…
Οι ξεριζωμένοι
Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα «παρχάρια» τους και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.
Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι Μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους. Ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους.
Γι’ αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα Μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα Βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.
Άραγε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος που μοιάζει στον παππού του;
μας τόστειλε το mail

π. Στυλιανός Καρπαθίου: Θεοσημείο. Ν’ ανοίξουμε περισσότερο την καρδιά μας να δούμε πέρα από τα ανθρώπινα.

Κανόνιζαν Εορτασμό Πάσχα με αιρετικούς.Όμως έχουν οι άνθρωποι τα σχέδιά τους, έχει και ο Θεός τα δικά Του!

 

Γεωπολιτική Σκακιέρα Ισχύος και UNCLOS, στο Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό

Στις "Αντιθέσεις", μία αποκαλυπτική συζήτηση για τις τοποθετήσεις στη Σκακιέρα των Θαλασσίων Ζωνών , της Ισχύος, του Δικαίου της Θάλασσας και των Οδηγιών της Ε.Ε. , από το Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία , στη γεωπολιτική και την γεωοικονομία στο πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου

 Η καθηγήτρια Στέλλα Kυβέλου-Χιωτίνη, Eμπειρογνώμονας και καθηγήτρια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, Γαλάζιας οικονομίας και Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο . Ως μέλος του Μηχανισμού Στήριξης για τον ΘΧΣ, είναι η γεωγραφική εμπειρογνώμονας για την Ανατολική Μεσόγειο. Διετέλεσε Διευθύντρια του Εθνικού Σημείου Επαφής ESPON2013 (2008-2014) παρέχοντας, παράλληλα, συμβουλευτικές υπηρεσίες στο ελληνικό Υπουργείο Ανάπτυξης. Έχει συμμετάσχει ως εμπειρογνώμονας σε πολλά έργα ΘΧΣ και γαλάζιας οικονομίας. Σήμερα είναι Επιστημονική Υπεύθυνη του εθνικού ερευνητικού προγράμματος HER-SEA «Ανάπτυξη Δικτύου Παρατήρησης για τη Θαλάσσια Πολιτιστική Κληρονομιά (MCH/UCH) στην Ελλάδα» και συντονίστρια (για την Ελλάδα) του Έργου REGINA-MSP (EMFAF) που ασχολείται με τις Περιφέρειες για την ενίσχυση του εθνικού θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, υπό τον συντονισμό του Γαλλικού CEREMA. Στο πλαίσιο αυτό, συνέβαλε, εκτός των άλλων, στο σχεδιασμό ενός Εκπαιδευτικού Προγράμματος για το ΘΧΣ για τοπικά και περιφερειακά στελέχη στην Ευρώπη.

Ἐξοχικὴ Λαμπρή

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ὅλα αὐτὰ διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δύο ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθῆ· ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινομένας ἀκτάς, ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπαροίκους, τοὺς «κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες»*, ὅπως τοὺς ὠνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα· ἀλλὰ κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθῆ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπί τινας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπα-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορειοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν, ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.

Τινὲς εἶπον γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν· ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναῖκά του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, χωρικὸς ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπ᾽ ἔξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα», καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε», ― οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.

Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μέ τινας τῶν ἐξωμεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾽ ἀποσώνῃ* τὰ παιδιὰ» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὗτος, ὡς οἱ πλεῖστοι τοῦ γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.

Τοῦτο ναί, ἀληθεύει, ἀλλ᾽ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾽ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργούς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾽ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ παπα-Θεοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ, εἰπὼν ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξ ἴσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.

Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπα-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας· ἀλλ᾽ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγῃ· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾽ αὐτῷ.

*  *  *

Ἡ Πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὧρες νὰ φέξῃ», καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνισε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς κρούων ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.

Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητόν.

Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾽ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ Κύματι θαλάσσης.

Ὁ παπα-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ Δεῦτε λάβετε φῶς.

Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κ᾽ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾽ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκεῖαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, 〈τῶν〉 ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps»*.

Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.

Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεύς, ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ βήματος, ἡτοιμάζετο «νὰ πάρῃ καιρόν»*, καὶ ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσώρμησεν εἰς τὸ ναΐδιον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δύο ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπα-Κυριάκου.

Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾽ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.

Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐν τούτοις·

―  Παπά, παπά!…

(Τὰ παπαδόπουλα ἐκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των.)

―  Παπά, παπά!… ὁ παπα-Σφοντύλας… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… ἀπ᾽ τ᾽ ἁι-βῆμα ἡ πεθερά του… κ᾽ ἡ παπαδιά… κουβαλοῦν… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… τοὺς εἶδα… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… ἀπ᾽ τ᾽ ἁι-βῆμα… κ᾽ ἡ πεθερά του… κ᾽ ἡ παπαδιά…

Μόνος ὁ παπα-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα· «Ὁ παπα-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτὰς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».

Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὗτος, ἀγαπῶν ὡς ὅλοι οἱ νέοι τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα, ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὁμήλικας.

Ἀλλ᾽ ὁ παπα-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἥμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του, καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του… ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.

Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπώπτευσεν ἐκ τῶν κινημάτων τούτων, καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.

Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δύο φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη·

―  Παπά, παπά, ποῦ πᾷς;

―  Θὰ ᾽ρθῶ βλογημένε, τώρα, ἀμέσως πίσω.

Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν καὶ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεώς του ἔλεγεν ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.

―  Ποῦ πᾷς; ἐπέμενεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός.

―῍Ας διαβάζῃ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, κ᾽ ἔφθασα.

Ἐλησμόνει ὅτι ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ ἄλλα ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.

― Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου, ἐδῶ, βλογημένε, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ· σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!

Καὶ λέγων ἔτρεχεν.

Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.

―  Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ, ἐψιθύρισε.

*  *  *

Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.

Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰ νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾽ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγώτερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.

Ἐν τούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.

―  Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά, ἔλεγεν, ὀκτώ, μὲ συμπάθειο, κ᾽ ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κ᾽ ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾽ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾽ ἐκεῖ!…

Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ, ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετό τις εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.

Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἡδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλός του δὲν εἶχε βραχῆ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμήθη, ἀνένηψεν.

―Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω, εἶπε, καὶ πίνω νερό;…

Καὶ δὲν ἔπιε.

Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.

―  Τί κάμνω ἐγώ, εἶπε, ποῦ πάω;

Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ·

―Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον! μὴ μὲ συνερισθῇς.

Ἐπανέλαβε δέ:

―Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν… συγχωρήσῃ… κ᾽ ἐκεῖνον κ᾽ ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου.

ᾘσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.

―Ὦ Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.

―  Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό, εἶπε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω! Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!… «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!…» Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!

Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾽ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.

Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν, καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.

*  *  *

Παλιές Πασχαλινές Κάρτες - aromalefkadas - Ενημερωτική ιστοσελίδα της  Λευκάδας

Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.

Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.

Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.

Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεια-Κρατήρας, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες, καὶ ζηλεύῃ ὁ σύζυγός της.

Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθώ, δεκαπεντοῦτις κόρη ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε λέγουσα· «Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»

Τὸ βέβαιον ἦτο ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾽ ἐπὶ κάλλει οὔτε ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾽ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾽ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.

Ὁ παπα-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, ἀγαθωτάτην, ἥτις ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.

Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπαρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνῃ ὡς οὐδεὶς ἄλλος τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι᾽ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.

Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπαρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἑπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς·

―  Χριστὸς Ἀνέστη! ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!

Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον, εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν·

―  Γειά μας! καλὴ γειά! διάφορο! καλὴ καρδιά! Παπά μ᾽, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾽! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπά σ᾽ καὶ τὰ παιδάκια σ᾽! Ξάδερφε Θοδωρή! νὰ ζήσῃς, νὰ τς χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾽ νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Συμπεθέρα Κρατήρα! Νὰ χαίρεσαι, μ᾽ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνιψιὲ Γιώργη! Τίμια στέφανα! στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε. Κουμπάρα Κυπαρισσού! μὲ μιὰ καλὴ νύφη, νὰ ζήσῃς, νὰ χαρῇς! ἐβίβα ὅλοι! Τέ-περ-τε*! Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή! καλὴ λευθεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα μὲ τὸ καλό!

Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξεν ἡ πόσις.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ, κατ᾽ ἄλλον ὅμως στενώτερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναῖκά του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾽ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν·

―  Μπρόμ!

―  Πιὲ κὶ δό μ᾽!

―  Μὲ κρασί!

―  Καλῶς τ᾽ν ἀγάπη μ᾽ τὴ χρυσῆ!

Καὶ πιὼν αὐτός, μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθήν, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.

Εἶτα ἤρχισαν τὰ ᾄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.

Ἀλλ᾽ ὁ ἰδιορρυθμότερος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπαρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς ταχτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῷα, πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτῶνα μὲ ἀνοικτὰς χειρῖδας, βραχεῖαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια*. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπαρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς»* ἢ «χαλκοδέρες»*. Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτο ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπαρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε, ― νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!…

Ὁ μπαρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη κατ᾽ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς·

Κ᾽στὸ – μπρὲ – Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς – ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,
ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!

Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…»

Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!

*  *  *

Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾽ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετίσαντες τὴν συντροφιάν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.

Ὁ παπα-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.

Ἐν τούτοις ὁ παπα-Θοδωρὴς οἴκοθεν τῷ εἶπεν ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιόν του εὑρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπα-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἁγ. βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δύο μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται, εἶπεν, ἅμα μᾶς ἰδῇ μιὰ καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργιές, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»

Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.

(1890)

Άγιον Όρος. Κατουνάκια .Στο κελλι του Αγίου Εφραίμ

Ο υποτακτικός του Αγίου, παπα Εφραίμ ο νεότερος διηγείται.. 

δειτε επισης  τον  Γέροντα Νικηφόρο που έζησε τα πρώτα του 20 ασκητικά χρόνια ως υποτακτικός του Αγιασμένου Γέροντα Εφραίμ του Κατουνακιώτη. Συνάντηση με τον ευλογημένο Γέροντα Νικηφόρο στα Πιέρια Όρη ,μετά από δυο ώρες περπάτημα και δυο ώρες συζήτηση κρατήσαμε και σας δείχνουμε τις καλύτερες στιγμές. ΕΔΩ

Υπάρχουν άνθρωποι...

 


.. που όταν πεθαίνεις κοντά τους, στην αγκαλιά τους, 
δεν πεθαίνεις ποτέ και άλλοι που ζεις μαζί τους 
πεθαίνοντας κάθε μέρα, κάθε ώρα, 
          κάθε στιγμή, κάθε λεπτό.
Οι πρώτοι είναι αυτοί 
που και στο τηλέφωνο να τους ακούσεις, 
ανοίγουν οι ουρανοί, έρχονται 
τα γράμματα τα εικοσιτέσσερα, 
σε βρίσκουνε αδειανό και ορθάνοιχτο, 
σε παίρνουν, σε σηκώνουν, σε γεμίζουν, 
σε γράφουν, σε σκάβουν, σε μουσκεύουν, 
σε κάνουν λέξη. Λέξη μυστική, ανάλαφρη, 
ξερή και φτερωτή για να ξεφύγεις, 
να  πετάξεις μακριά.
 Στίχος. Γραφή ανεξίτηλη. 


Φέρνουν τα άνθη, το περίπτερο, 
τον δρόμο ολόκληρο με όλο το χώμα 
και τη σκόνη του, τον βράχο που έχεις. 
Την πέτρα την ασφαλή, τη σταθερή, 
την άκαμπτη που πάνω της 
συντρίβεται οτιδήποτε απειλεί 
την ανεξαρτησία σου.




Αυτοί που γίνονται τραγούδι και χορός, 
δρόμος και μοίρα σου.

Οι άλλοι τρίζουνε, κολλάνε, 
δε γυρνάει το κλειδί, δεν ξεκινάνε, 
ζητάνε όλη την ώρα λάδι απ’ το καντήλι σου, 
το φως, τη φλόγα, τη λαμπάδα της Λαμπρής, 
σε σπάνε και σε σβήνουνε. Σε δίνουνε. 
Στους πέντε δρόμους σε αφήνουνε. 
Φανάρι τσακισμένο.
Ό,τι έχεις και δεν έχεις κι αυτά ακόμα 
τα της ψυχής σου τα άδυτα
 και εκείνα να στα πάρουνε, να σε φουντάρουνε.


Θοδωρής Γκόνης


 Μα δεν τα καταφέρνουν.Διότι
οτι κατέκτησες επώδυνα
δεν είναι απλά βήμα αλλά 
το χαμόγελο του χρόνου 
στο χνάρι του είναι σου.

aeriko

Στην άκρη του ντουνιά

 Καλή επιστροφή Αγριμάκι μου..
"Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.

Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ' όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
και δεν είμαστε τίποτα απ' αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των απλών ανθρώπων."

Γιώργος Μακρής

Αγίου Σωφρονίου: Περί των βάσεων της ορθοδόξου ασκήσεως - Η παρθενία και η σωφροσύνη

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο


***
Ή παρθενία καί ή σωφροσύνη συνιστούν τή δεύτερη κύρια υπόσχεση τού μοναχισμού.Ή άντίληψη γύρω άπό τήν παρθενία, ώς ζωης κατ'είκόνα της ζωης τού Ίησού Χριστού, είναι παραδόξως τόσο λίγο άποδεκτή άπό τό σύγχρονο κόσμο, άκόμη καί άπό τούς Χριστιανούς, ώστε καθίσταται άπαραίτητο νά εκθέσουμε τή δογματική βάση αύτης της υπόσχεσης.
Ή δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μέ άκαταμάχητη άξιοπιστία κατέδειξε ότι ό άποκλεισμός της γενετήσιας λειτουργίας άπό τή ζωή της άνθρώπινης προσωπικότητας όχι μόνο δέν επιφέρει βλάβη στήν ψυχική καί σωματική υγεία του άνθρώπου, άλλά άντίθετα, όταν χρησιμοποιείται μέ ορθό τρόπο αυξάνει καί τή φυσική άντοχή καί τή μακροβιότητα καί τήν ψυχική υγεία του.
Κατά τίς τελευταίες δεκαετίες είναι δυνατό νά παρατηρήσει κανείς πλήθος επιστημονικών εργασιών, οί όποίες διαπιστώνουν τήν πνευματική γονιμότητα εκείνου τό οποίο ή σύγχρονη ψυχολογία ονομάζει έξαϋλωμένη άγνεία». Πρέπει νά χαίρεται κανείς γιά τή διαπίστωση αύτή, διότι σέ κάθε έποχή δέν έπαυσαν κάποιοι νά διαστρέφουν τήν έννοια της μοναχικής σωφροσύνης, άκόμη μάλιστα καί νά άντιτίθενται σέ αύτή, σάν ένα φαινόμενο παθολογικό καί παρά φύσιν.
Έν τούτοις οφείλουμε νά πούμε ότι ή σύγχρονη πείρα στόν τομέα αύτό απέχει ακόμη πολύ άπό τή δυνατότητα νά συγκριθεί μέ τήν άδιάκοπη καί αίωνόβια πείρα της Έκκλησίας καί νά έχει τήν άξίωση μέ κάποιο τρόπο νά τή διορθώσει ή νά τήν έμπλουτίσει. Από έκεί εύκολα κατανοείται τό μικρό ένδιαφέρον τών μοναχών γιά αύτή. Προσπερνώντας τή λεπτομερή έξέταση τού ζητήματος άπό δογματική καί άνθρωπολογική σκοπιά, θά πούμε μονάχα ότι γιά έμάς κύριο καί άναμφισβήτητο τεκμήριο δικαίωσης αύτης της υπόσχεσης, στό οποίο άλλωστε όδηγούν όλες οί άλλες άποδείξεις, είναι τό γεγονός της έν παρθενία έπίγειας ζωής τού Κυρίου «Σάς έδωσα τό παράδειγμα» (Ίωάν. ιγ'15). Μόνο κάποιος έντελώς άσύνετος θά μπορούσε νά πεί ότι ή ζωή τού Χριστού ύπηρξε «παρά φύσι».
Μπροστά άπό έμάς τούς χριστιανούς στέκεται τό άπόλυτο αίτημα: νά γίνουμε όμοιοι, αν είναι δυνατό, μέ τόν Άνθρωπο-Χριστό (σέ όλα) έτσι ώστε μέσα άπό αύτήν τήν έξομοίωση νά κατορθώσουμε τήν έξομοίωση μέ τό Θεό, πού είναι ό ύστατος σκοπός καί ή ύψιστη έννοια της ύπαρξής μας. (...) Ό Άγιος Μεθόδιος του Όλύμπου, στό προαναφερθέν έργο του «Τό συμπόσιο τών δέκα Παρθένων» μιλά γύρω άπό τήν παρθενία σάν ένα έργο «άκρως μεγάλου» καί σάν «μυστηρίου». Καί άναμφίβολα, έάν ό γάμος είναι μυστήριο, τότε καί ή παρθενία είναι παρομοίως μυστήριο της Έκκλησίας.
Ή παρθενία καί ή σωφροσύνη κάτω άπό τή χριστιανική έννοιαδιαφέρουν ούσιαστικά άπό έκεΐνο πού εννοούσαν καί μέχρι σήμερα έννοούν οί έκτός Εκκλησίας μέ τίς ίδιες λέξεις. Οί έννοιες παρθενία καί σωφροσύνη είναι συγγενείς όχι όμως ταυτόσημες. Κατά τή μοναχική κουρά, έκείνοι οί όποίοι προσέρχονται στό μοναχισμό μετά τό γάμο, ή έξώγαμες σχέσεις, άπαγγέλουν τήν υπόσχεση της σωφροσύνης, δηλαδή της όλοκληρωτικής έγκράτειας στό μέλλον, ένώ έκείνοι οί όποίοι δέν γνώρισαν άλλο σώμα δίνουν τήν υπόσχεση της παρθενίας.
Ή σωφροσύνη, όπως δείχνει καί ή ίδια ή λέξη, σημαίνει τήν άκεραιότητα ή τήν πληρότητα της φρόνησης.
Στήν Έκκλησία μέ τήν έννοια αύτή συνδέεται όχι μόνο ή νίκη πάνω στή σαρκική έλξη καί γενικά πάνω στό «σαρκικό φρόνημα», δηλαδή «ή νίκη πάνω στή φύση», άλλά καί ή άπόκτηση τού συνόλου τών τελειοτήτων, οί όποίες προσιδιάζουν στή φρόνηση καί ή έκφρασή τους είναι ή σταθερή διαμονή στό Θεό «έξ όλης της διανοίας καί έξ όλης της καρδίας». Στήν τελειότερή της μορφή ή άσκηση της σωφροσύνης άποκαθιστά τήν κατά τό πνεύμα παρθενική κατάσταση τοΰ άνθρώπου ύπερφαλαγγίζοντας τήν άνεπανόρθωτη άπώλεια της σωματικης παρθενίας.
Τή γνήσια παρθενία οί Άγιοι Πατέρες όρίζουν ώς ύπερφυσική κατάσταση. Στήν τέλειά της μορφή θεωρείται ώς άδιάκοπη διαμονή στή θεία άγάπη, ώς έκπλήρωση της έντολης τού Χριστοΰ «άγαπήσεις... τόν Θεόν έξ όλης της καρδίας, έξ όλης της διανοίας, έξ όλης της ψυχης, έξ όλης της ίσχύος». Κάτω άπό τό φώς αύτού τού κριτηρίου, κάθε παρέκκλιση τού νού καί της καρδιάς άπό τήν άγάπη τοΰ Θεοΰ έκλαμβάνεται ώς πνευματική «μοιχεία», παράβαση δηλαδή σέ βάρος της θείας άγάπης.
Ή παρθενίαδέν είναι αγνοία της βιολογικής καί πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου. Τό μεγαλύτερο καί μοναδικό παράδειγμα της τελειότητας, ή Αειπάρθενος Μαρία, τήν ώρα τοΰ Ευαγγελισμού άπό τόν Άγγελο της γέννησης άπό Αύτήν Υίό, άπάντησε μέ τήν έρώτηση: «Πώς θά μου συμβεί αύτό, άφοΰ ανδρα δέ γνωρίζω»; Μέ αύτό άπέδειξε ότι είχε γνώση γύρω άπό τό ζήτημα.
Τό νά μήν έχει διαφθαρεί τό σώμα δέν είναι αυτό καθ'αυτό παρθενία. Ένας άπό τούς μεγαλύτερους αγίουςτης Εκκλησίας μας, ό Μέγας Βασίλειος, μέ πικρία είπε γιά τόν εαυτό του «Καί γυναίκα δέ γνωρίζω καί παρθένος δέν είμαι», δηλαδή μέ τήν πλήρη έννοια της λέξης. Εκτός άπό τίς σχέσεις μέ άλλο σώμα, υπάρχουν πολλά άλλα είδη διαφθοράς καί αύτοδιαφθοράς, τών όποίων τήν περιγραφή αποφεύγει ή Όρθόδοξη Έκκλησία, γιά νά μή δημιουργήσει στό νού εκείνου πού μιλά ή άκούει κάποια εικόνα αμαρτίας. Καί εκείνος ό όποιος δέ γνωρίζει τή φυσική πράξη, άλλά μόνο μέ τό νού θά άφεθεί σέ αύτή καί ονειροπολώντας θά τήν επιθυμήσει, ήδη δέν είναι πλήρως παρθένος.
Κατά τήν εκκλησιαστική αντίληψη υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου: ή υπερφυσική κατάσταση, ή φυσική καί ή παρά φύσιν ή εναντίον της φύσης. Ή παρθενία καί ή μοναχική σωφροσύνη, άν εννοηθοϋν ώς δωρεές της χάριτος, άνήκουν στήν πρώτη κατάσταση. Στή δεύτερη κατάσταση κατατάσσεται ό εύλογημένος γάμος. Κάθε άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικά ή κατώτερη ή παρά φύσιν.
Οί Πατέρες λέγουν: «μή επιχειρείς αύτό πού είναι πάνω άπό τή φύση, γιά νά μή πέσεις στό παρά φύση». Άπό αύτό προκύπτει ό κανόνας πού λέει ότι κανείς δέν πρέπει νά γίνεται δεκτός στόν μοναχισμό χωρίς προκαταρκτική δοκιμασία. Μοναχός πού δέν φυλάσσει σωφροσύνη στέκεται πολύ χαμηλότερα στό επίπεδο της σωτηρίας άπό τόν έντιμο γάμο, πού τιμάται στήν Έκκλησία ώς όδός σωτηρίας. Καί εάν λάβομε ύπ'όψη ότι εκείνος πού έδωσε ήδη τίς μοναχικές ύποσχέσεις στερείται τού δικαιώματος εκκλησιαστικού γάμου, τότε κάθε εκ μέρους του παράβαση της άγνείας θεωρείται ώς πτώση καί μάλιστα σέ κατάσταση κάτω άπό τή φύση.
Ό καθαγιασμένος γάμος, ό πειθαρχημένος, ό χωρίς διαστροφή, διατηρεί τόν άνθρωπο φυσικά καί ηθικά, ενώ κάθε άλλη μορφή σαρκικής άπόλαυσης, έστω καί μόνο σέ ονειρώδη μορφή, διαφθείρει όλόκληρο τόν άνθρωπο, δηλ. τήν ψυχή καί τό σώμα. Η καταστρεπτική αύτή ενέργεια εντείνεται ιδιαίτερα όταν ό μοναχόςπροσκόπτει καί αθετεί έτσι τίς υποσχέσεις πού έχει δώσει στόν Θεό, γιατί στήν περίπτωση αυτή ή εσωτερική σύγκρουση άπό τήν άπώλεια της χάριτος παίρνει άσύγκριτα βαθύτερο χαρακτήρα καί οί μαρτυρικές τύψεις της συνείδησης μπορούν νά φτάσουν μέχρι τό σκοτάδι της άπόγνωσης.
Οί ονειροπολήσεις γύρω άπό τή σαρκική σχέση, όταν άπουσιάζει ή σαρκική πράξη, όδήγησαν πολλούς σέ σοβαρές ψυχικές άσθένειες, άκόμα καί μέχρι τήν πλήρη παραφροσύνη. Γιά τή συχνότητα τών ολέθριων αύτών περιπτώσεων μπορούν νά μαρτυρήσουν καί οί ψυχίατροι»1.
1.Στό «συμπόσιο τών δέκα παρθένων»ό Άγιος Μεθόδιος τού Όλύμπου άναφέρει μεταξύ άλλων ότι ή συνείδηση της άνθρωπότητας άναπτυσσόταν καί αύξανε πνευματικά μέχρι τή γνώση τών τελειότερων μορφών ζωης-της σωφροσύνης καί της παρθενίας. Ιστορικά ή εξέλιξη αύτή πέρασε μέσα άπό τίς εξης φάσεις: Κατ'άρχήν, «ενώ ό κόσμος δέν ήταν άκόμη γεμάτος μέ άνθρώπους» καί ή άνθρωπότητα όφειλε «αύξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι», οί άνδρες ερχόντουσαν είς γάμου κοινωνία μέ τίς ίδιες τους τίς άδελφές. Έπειτα, όταν πλήθυνε τό γένος των άνθρώπων καί εξαπλώθηκε πάνω στή γη, ή θεία Πρόνοια μέ τήν προφητική διδασκαλία άποτρέπει τούς άνθρώπους άπό τό είδος της ζωής αύτης πρός μία υψηλότερη ηθικά ζωή, καί οί γάμοι μεταξύ αδελφών θεωρήθηκαν «αίμομιξίες».
Άργότερα οί άνθρωποι μεταβαίνουν στήν έννοια της μονογαμίας «γιά νά μή συνουσιάζονται μέ πολλούς», όπως συμβαίνει μέ τά ζώα, «σάν νά γεννήθηκαν μόνο γιά τή συνουσία», καί γιά νά μή συντελούνται «μοιχείες».
Στή συνέχεια ό Χριστιανισμός διδάσκει τούς άνθρώπους άκόμη ύψηλότερη συνείδηση γιά τή ζωή, καί μέσα στήν Έκκλησία είσάγεται νέος περιορισμός τών γάμων μέ κριτήριο πλέον τούς βαθμούς της πνευματικης ώριμότητας· έτσι άπαγορεύονται, γιά παράδειγμα, γάμοι δυό άδελφών μέ δυό άδελφές καί τά παρόμοια, πράγμα τό όποΐο εκτός Εκκλησίας παραμένει άκατανόητο καί μέχρι τώρα άκόμη. Μέ τήν άποστολική διδασκαλία οί άνθρωποι οδηγούνται στήν κατανόηση του «τίμιου γάμου» καί της «άμίαντης κοίτης», άπ'όπου τελικά άνέρχονται ώς τή γνώση της χριστιανικής παρθενίας, «μαθαίνοντας νά άνυψώνονται ύπεράνω της σάρκας είσχωρώντας στό άτάραχο λιμάνι της άφθαρσίας...».
Θά ήθελα εδώ νά παρατηρήσω τήν άκρα επικαιρότητα του κηρύγματος της σωφροσύνης καί της παρθενίας στίς μέρες μας. Ή άπόκλιση άπό τή γαμήλια ένωση όπως καθορίζεται άπό τήν Έκκλησία καί κάθε παράβαση εναντίον της όχι μόνο ύποβιβάζουν τή μορφή του άνθρώπινου είναι, άλλά επισύρουν καί τά χειρότερα: τήν άποσύνθεση της προσωπικότητας, ή όποία κάνει τήν άμαρτία, τή διάσπαση τών οίκογενειών, τή διάλυση τών κρατών, τήν καταστροφή καί τόν όλεθρο όλόκληρων χωρών καί λαών.
Σέ σχέση μέ όλα αύτά πρέπει νά πούμε ότι, εάν ή πνευματική εξέλιξη της άνθρωπότηταςσυνέχιζε πρός αύτήν τήν κατεύθυνση, όπως υποδεικνύει ό Άγιος Μεθόδιος, τότε ένα άπό τά πλέον σπουδαία καί άνησυχητικά ερωτήματα γιά τή σύγχρονη σκέψη, αύτό τού ελέγχου του πληθυσμού της γης δηλαδή, θά λάμβανε την καλύτερη καί πράγματι άξια λύση, τήν υίοθεσία τού άνθρώπου άπό τό Θεό.
Οί άγριες, εγκληματικές καί εντελώς άφρονες θεωρίες προγραμματισμού τού πληθυσμού της γης μέ τούς άλληλοεξοντωτικούς πολέμους, θά στερούνταν βάση στή συνείδηση τών άνθρώπων, καί ή ζωή στή γη θά άπέβαινε άληθινά όμοια μέ τήν ούράνια:
«Έλθέτω ή Βασιλεία σου»!
Πηγή:
Άρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Άσκησις καί θεωρία, 1. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ 1996, σ. 55 κ.ε.). Επιμέλεια: Μαρία Βεριγάκη, φιλόλογος καθηγήτρια